- προεκφοβοῦντες
- προεκφοβέωscare beforepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)προεκφοβοῦντες , προεκφοβέωscare beforepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεκφοβώ — έω, Α [ἐκφοβῶ] εκφοβίζω προηγουμένως, προκαλώ φόβο προηγουμένως σε κάποιον («τοὺς πολεμίους τῇ προδηλώσει προεκφοβοῡντες», Πλούτ.) … Dictionary of Greek